- ασματογράφος
- ασματοποιός ο сочинитель песен
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασματογράφος — ἀσματογράφος, ον (Μ) αυτός που συνθέτει εκκλησιαστικά άσματα … Dictionary of Greek
ασματογράφος — ο αυτός που γράφει άσματα, ποιήματα (κυρίως εκκλησιαστικά): Μερικοί από τους ασματογράφους της χριστιανικής εκκλησίας είναι αξιόλογοι ποιητές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
песнописательный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ἀσματογράφος) написанный в песнях … Словарь церковнославянского языка
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… … Dictionary of Greek